- ἀνοίσω
- ἀνοίσω s. ἀναφέρω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀνοίσω — ἀναφέρω bring fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοιστέος — ἀνοιστέος, α, ον (ρημ. επίθ.) (Α) 1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί 2. (το ουδ.) ανοιστέον α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω] … Dictionary of Greek
ανοιστός — ἀνοιστός, ή, ον (ρημ. επίθ.) (Α) αυτός που έχει αναφερθεί κάπου ή σε κάποιον, αυτός που έχει ανακοινωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω] … Dictionary of Greek